διαιρέτης — divider masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρέτης — ο 1. αυτός που χωρίζει. 2. στην αριθμητική ο αριθμός που διαιρεί το διαιρετέο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιρετῆς — διαιρετός divided fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός διαιρέτης — Μαθηματικός όρος, που υποδηλώνει τον αριθμό ο οποίος διαιρεί μια ομάδα άλλων αριθμών ακριβώς, δηλαδή χωρίς να αφήνει υπόλοιπο. Για παράδειγμα, ο αριθμός 2 είναι κ.δ. των αριθμών 4, 8, 16 κ.ά … Dictionary of Greek
διαιρέται — διαιρέτης divider masc nom/voc pl διαιρέτᾱͅ , διαιρέτης divider masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιρετῶν — διαιρέτης divider masc gen pl διαιρετός divided fem gen pl διαιρετός divided masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
αλγόριθμος — Όρος που υποδηλώνει κάθε συστηματική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίσταται στο να φτάσει κανείς στο αποτέλεσμα με μια τελείως καθορισμένη ακολουθία πράξεων, που εκτελούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. η μέθοδος ορισμού του μέγιστου… … Dictionary of Greek
διαιρέτα — διαιρέτᾱ , διαιρέτης divider masc nom/voc/acc dual διαιρέτης divider masc voc sg διαιρέτᾱ , διαιρέτης divider masc gen sg (doric aeolic) διαιρέτης divider masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… … Dictionary of Greek