διαιρέτης

διαιρέτης
Ο αριθμός που διαιρεί ένα άλλον, ο διαιρών, αυτός που διαμερίζει. Ο δ. δεν μπορεί να είναι το μηδέν, γιατί τότε η διαίρεση είναι αδύνατη. Δ. ενός ακέραιου αριθμού ονομάζονται οι ακέραιοι που τον διαιρούν ακριβώς. Σε αυτή την περίπτωση ο διαιρετέος είναι πολλαπλάσιο των δ. Κοινός δ. ή δ. δύο ή περισσότερων αριθμών είναι κάθε αριθμός που διαιρεί το σύνολο αυτών των αριθμών, χωρίς να αφήνει υπόλοιπο. Ο μεγαλύτερος από αυτούς λέγεται μέγιστος κοινός δ. των αριθμών.
* * *
ο [διαιρώ]
1. αυτός που διαιρεί, κατανέμει ή μοιράζει κάτι
2. μαθ. αριθμός με τον οποίο διαιρούμε άλλον (τον διαιρετέο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαιρέτης — divider masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρέτης — ο 1. αυτός που χωρίζει. 2. στην αριθμητική ο αριθμός που διαιρεί το διαιρετέο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιρετῆς — διαιρετός divided fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός διαιρέτης — Μαθηματικός όρος, που υποδηλώνει τον αριθμό ο οποίος διαιρεί μια ομάδα άλλων αριθμών ακριβώς, δηλαδή χωρίς να αφήνει υπόλοιπο. Για παράδειγμα, ο αριθμός 2 είναι κ.δ. των αριθμών 4, 8, 16 κ.ά …   Dictionary of Greek

  • διαιρέται — διαιρέτης divider masc nom/voc pl διαιρέτᾱͅ , διαιρέτης divider masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετῶν — διαιρέτης divider masc gen pl διαιρετός divided fem gen pl διαιρετός divided masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… …   Dictionary of Greek

  • αλγόριθμος — Όρος που υποδηλώνει κάθε συστηματική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίσταται στο να φτάσει κανείς στο αποτέλεσμα με μια τελείως καθορισμένη ακολουθία πράξεων, που εκτελούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. η μέθοδος ορισμού του μέγιστου… …   Dictionary of Greek

  • διαιρέτα — διαιρέτᾱ , διαιρέτης divider masc nom/voc/acc dual διαιρέτης divider masc voc sg διαιρέτᾱ , διαιρέτης divider masc gen sg (doric aeolic) διαιρέτης divider masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”